- εικοσάρι
- το1. νόμισμα είκοσι λεπτών (εικοσάλεπτο, εικοσαράκι), είκοσι ευρώ.2. εικοσάδα: Ο έμπορος αγόρασε ένα εικοσάρι παλτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικοσάρι — το 1. νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών 2. νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών 3. αυτό που χωράει είκοσι φορτώματα κρασιού («βαρέλι εικοσάρι») 4. η εικοσάδα … Dictionary of Greek
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
σφάντζικα — η, Ν παλαιό αυστριακό νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα επί Καποδίστρια και ισοδυναμούσε με 95 χρυσά λεπτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Zwanziger «εικοσάρι»] … Dictionary of Greek
icosar — ICOSÁR, icosari, s.m. (înv.) 1. Irmilic. 2. Cercei sau salbă confecţionată din icosari (1). [var.: icusár s.m.] – Din ngr. ikosári. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 ICOSÁR s. irmilic. (icosarul era o monedă turcească.) Trimis de siveco … Dicționar Român
εικοσάλεπτο — το 1. νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών, εικοσαράκι, εικοσάρι. 2. χρονικό διάστημα είκοσι λεπτών της ώρας: Απ εδώ περνάει λεωφορείο κάθε εικοσάλεπτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)